- δοξοφαγία
- δοξοφαγία, η (Α)ακόρεστη επιθυμία για δόξα, για φήμη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δοξοφαγίαν — δοξοφαγίᾱν , δοξοφαγία hunger after fame fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / … Dictionary of Greek